Με αφορμή τον θάνατο του Βασίλη Ντινόπουλου – γιου του πρώην Υπουργού Εσωτερικών και επί χρόνια δημάρχου Βριλησσίων Αργύρη Ντινόπουλου – ο οποίος έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ρωτάμε τον επίκουρο καθηγητή Παθολογίας – Διαβήτη και πρόεδρο του Γ. Ν. Α «Η ΕΛΠΙΣ» Παναγιώτη Χαλβατσιώτη πότε ένας διαβητικός κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του και τι είναι η υπογλυκαιμία.
Ο κ. Χαλβατσιώτης μας εξηγεί τι προκαλεί στον οργανισμό η υπογλυκαιμία και μέσα από ποια «μονοπάτια», τι πρέπει να γίνει εκείνη τη στιγμή και γιατί έχουν παρατηρηθεί αυξημένοι θάνατοι σε διαβητικούς καρδιοπαθείς λόγω υπογλυκαιμικού σοκ.
Επιπλέον αναλύει τα ύποπτα συμπτώματα και αναφέρει τις ενδεικνυόμενες θεραπείες για τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 1.
Αναλυτικά το κείμενο της συνέντευξης:
Κύριε Χαλβατσιώτη τι είναι η υπογλυκαιμία και τι το λεγόμενο υπογλυκαιμικό σοκ;
Τα εγκεφαλικά μας κύτταρα χρησιμοποιούν ως ενεργειακό υπόστρωμα τη γλυκόζη, που, εάν δεν υπάρχει σε επάρκεια, είναι επόμενο να δυσλειτουργούν. Επομένως σε κατάσταση υπογλυκαιμίας, όταν τα επίπεδα σακχάρου είναι χαμηλά, δεν μπορούν να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, οπότε αναστέλλουν τη λειτουργικότητά τους.
Αυτό σημαίνει ότι θα παρατηρηθεί αδυναμία συγκέντρωσης, σύγχυση, ζάλη, κεφαλαλγία, διαταραχές της όρασης, μουδιάσματα, αλλαγή στη συμπεριφορά. Εάν η κατάσταση δεν αναστραφεί γρήγορα με χορήγηση γλυκόζης, τότε ο ασθενής βαθμιαία θα χάσει τις αισθήσεις του και θα βυθιστεί σε κώμα, που ονομάζεται υπογλυκαιμικό.
Πότε συμβαίνει η υπογλυκαιμία;
Υπογλυκαιμία σε ένα άτομο με διαβήτη συμβαίνει μόνο, όταν λαμβάνει αγωγή από το στόμα με δισκία σουλφονυλουρίας ή γλινιδών, αλλά και σε εκείνους που βρίσκονται σε ινσουλινοθεραπεία. Πολύ σπάνια τα άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα μπορεί να οδηγήσουν σε υπογλυκαιμία και σχεδόν ποτέ σε υπογλυκαιμικό σοκ. Ο τύπου 1 (ινσουλινοεξαρτώμενος) διαβητικός ως μόνη θεραπευτική επιλογή έχει την ινσουλινοθεραπεία και, μάλιστα, για την άριστη ρύθμισή του απαιτούνται πολλαπλές ενέσεις ινσουλίνης ημερησίως.
Επομένως ο καλά ρυθμισμένος διαβητικός, όπως απαιτείται για την πρόληψη των επιπλοκών του διαβήτη, βρίσκεται πάντοτε σε αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμιών, γιατί τα σάκχαρά του θα είναι αναγκαστικά πάντα σε οριακά επίπεδα. Για τον λόγο αυτό κάθε διαβητικός τύπου 1, αλλά και κάθε διαβητικός που βρίσκεται σε εντατικοποιημένο σχήμα ινσουλινοθεραπείας, οφείλει να παρακολουθεί συνεχώς τα σάκχαρά του, για να προλαμβάνει την έλευση της υπογλυκαιμίας.
Τι ακριβώς κάνει στον οργανισμό;
Λόγω της υπογλυκαιμίας εμφανίζονται συμπτώματα, λόγω της δυσλειτουργίας των νευρικών μας κυττάρων εγκεφαλικών και μη, αλλά παράλληλα πυροδοτείται και μια έκρηξη ορμονικών εκκρίσεων, με στόχο την αντιρροπιστική αύξηση των επιπέδων γλυκόζης. Έτσι εκκρίνονται, για παράδειγμα, η κορτιζόνη, η γλυκαγόνη και οι κατεχολαμίνες, που βοηθούν, μεν, στην αύξηση των επιπέδων γλυκόζης αίματος, αλλά έχουν σαν παρενέργεια ταχυκαρδίες, εφιδρώσεις, αύξηση της θερμοκρασίας και ευερεθιστότητα .
Στις μεγαλύτερες ηλικίες, που είναι και συχνή η συνύπαρξη καρδιαγγειακών νοσημάτων, η τυχόν υπογλυκαιμία επιδεινώνει και τη λειτουργικότητα των αγγείων. Έτσι, λοιπόν, έχουν παρατηρηθεί αυξημένοι θάνατοι σε διαβητικούς καρδιοπαθείς λόγω υπογλυκαιμίας και για τον λόγο αυτόν δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε εμφραγματικούς ασθενείς, που νοσηλεύονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, να διατηρούν σάκχαρα φυσιολογικά μεν, αλλά με ασφαλείς διακυμάνσεις.
Ποια είναι τα συμπτώματα όταν κάποιος ασθενής πάθει υπογλυκαιμία;
Τα συμπτώματα χωρίζονται σε εκείνα, που προέρχονται από τη δυσλειτουργία των νευρικών κυττάρων – όπως η δυσκολία συγκέντρωσης, σύγχυση, κεφαλαλγία, ζάλη, αιμωδίες στο πρόσωπο και στο σώμα, δυσκολία στην αντίληψη και εκφορά του λόγου, διαταραχές στην όραση, υπνηλία, αλλαγή συμπεριφοράς, σπασμοί και απώλεια αισθήσεων – και σε εκείνα που έχουν να κάνουν με τη τροποποίηση του ορμονικού περιβάλλοντος και αυτά είναι το άγχος, η νευρικότητα, οι ταχυκαρδίες, ο τρόμος, οι κρύοι ιδρώτες, η ναυτία, το αίσθημα θερμότητας, πόνος στο στήθος, ωχρότητα και έντονη πείνα.
Τι μπορούμε να κάνουμε εκείνη τη στιγμή;
Κάθε άτομο με διαβήτη πρέπει να παρακολουθεί τα επίπεδα σακχάρου αίματος είτε με αυτομετρήσεις είτε με τη βοήθεια των συνεχών καταγραφέων γλυκόζης, που του δίνει, μάλιστα, το δικαίωμα να παρακολουθεί τα σάκχαρά του από το κινητό του τηλέφωνο. Όταν ο διαβητικός διαπιστώσει ότι τα σάκχαρά του έχουν πτωτική πορεία, οφείλει, για την πρόληψη της υπογλυκαιμίας, να λάβει γεύμα. Αν κατέλθουν στην επικίνδυνη ζώνη, θα πρέπει να λάβει άμεσα ποσότητα απλών υδατανθράκων, όπως είναι η ζάχαρη, η γλυκόζη και το μέλι, είτε με τη μορφή γλυκού είτε, αν δεν μπορεί να μασήσει, με σακχαρούχο ρόφημα, όπως τα αναψυκτικά. Θα πρέπει οι συνάδελφοι και τα μέλη της οικογένειας κάθε διαβητικού να έχουν εκπαιδευτεί στην ορθή αντιμετώπιση του υπογλυκαιμικού επεισοδίου, να αναγνωρίζουν έγκαιρα ότι έχει υπογλυκαιμία και να του παρέχουν με ασφάλεια υδατάνθρακες. Σε πλήρη απώλεια των αισθήσεων να του χορηγήσουν ενδομυϊκά γλυκαγόνη.
Τι είναι το διαβητικό κώμα;
Το διαβητικό κώμα, που χαρακτηρίζεται από την απώλεια των αισθήσεων, θα συμβεί σε ένα άτομο με διαβήτη, είτε επειδή τα επίπεδα γλυκόζης αίματός του είναι χαμηλά και τότε έχουμε το υπογλυκαιμικό κώμα, είτε επειδή είναι πολύ ψηλά σε υπεργλυκαιμικό κώμα ή έχει μετρίως, μεν, αυξημένα επίπεδα σακχάρου, αλλά υψηλά επίπεδα κετονών στο αίμα, όταν έχουμε τη λεγόμενη διαβητική κετοξέωση.
Ως υπογλυκαιμία χαρακτηρίζεται η κατάσταση, που τα επίπεδα σακχάρου αίματος είναι χαμηλότερα του 65mg/dl. Το υπεργλυκαιμικό κώμα συνήθως συμβαίνει σε τύπου 2 διαβητικούς μεγάλης ηλικίας, που δεν μπορούν από μόνοι τους να αντιμετωπίσουν επαρκώς τον διαβήτη τους κι έτσι τα σάκχαρά τους μπορεί να φτάσουν και να ξεπεράσουν τα 600 mg/dl.
Το διαβητικό κετοξεικό κώμα, όπου έχουμε υψηλά επίπεδα κετονών στο αίμα και στα ούρα, αναπτύσσεται σε παντελή έλλειψη ινσουλίνης στον οργανισμό. Εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε τύπου 1 διαβητικούς, με επίπεδα σακχάρου συνήθως 200-300 mg/dl, που δεν έχουν, όμως, λάβει την ινσουλίνη τους ή επειδή αυξήθηκαν ξαφνικά οι ινσουλινικές τους ανάγκες λόγω λοίμωξης ή κατά τη διάγνωση του διαβήτη τους.
Στον διαβήτη τύπου 1 ο ασθενής παίρνει χάπια ή κάνει ενέσεις;
Ο τύπου 1 ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης θεραπεύεται αποκλειστικά με σκευάσματα ινσουλινών, τα οποία χωρίζονται σε εκείνα που λαμβάνονται για να αντιμετωπίσουν την άνοδο του σακχάρου λόγω των γευμάτων και στα ανάλογα βασικής ινσουλίνης, που καλύπτουν τις ινσουλινικές ανάγκες του βασικού μεταβολισμού.
Επομένως κάθε διαβητικός, σε συνεργασία με τον γιατρό του, λαμβάνει ένα συνδυασμό σκευασμάτων με διαφορετικού χρόνους δράσης σκευασμάτων ινσουλίνης, ενώ τα δισκία δεν έχουν θέση στην θεραπεία τους. Η ινσουλινοθεραπεία μπορεί να γίνει και με τη χρήση αντλίας συνεχούς χορήγησης ινσουλίνης, που παρέχει συνεχώς σε ρυθμό που επιλέγουμε, αλλά κατ’ εντολή, μονάδες ινσουλίνης, για να καλύψει τις ανάγκες.