Σαν σακχαρώδης διαβήτης περιγράφεται ομάδα διαταραχών που σαν εύρημα έχουν τα υψηλά επίπεδα σακχάρου και την εμφάνιση των χρόνιων επιπλοκών. Το 95% των περιπτώσεων αποτελεί ο τύπου 2 διαβήτης που συνδέεται με την σύγχρονη τροποποίηση των υγειινοδιαιτητικών μας συνηθειών, ο τύπου 1 (αυτοάνοσης αιτιολογίας) για το υπόλοιπο 5% των περιπτώσεων και ο διαβήτης της κυήσεως. Το παράξενο είναι ότι όλοι οι τύποι διαβήτη εμφανίζουν αύξηση της συχνότητάς τους, αν και έχουν διαφορετικούς παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς. Το 2006 η Γ.Σ. του ΟΗΕ εξέδωσε απόφαση (61/225) με την οποία αναγνώρισε ότι ο διαβήτης αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα κινδύνου για τα άτομα με διαβήτη, τις οικογένειές τους, τις Χώρες τους αλλά και για την παγκόσμια κοινότητα. Η επιβάρυνση της ποιότητας ζωής των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη εμπεριέχει τις αρνητικές εξελίξεις στην κατάσταση της υγείας του αλλά και στις απαγορεύσεις στην καθημερινότητά του. Οι ιδιαιτερότητες των συνθηκών διαβίωσης μπορεί επίσης να επιβάλλουν συγκεκριμένες απαιτήσεις στην εργασία του και στον κοινωνικό του συγχρωτισμό. Επίσης η πιθανότητα εμφάνισης υπογλυκαιμίας οδηγεί σε συνεχή εγρήγορση και κόπωση, ενώ η τυχόν εμφάνιση χρόνιων επιπλοκών είναι δυνατόν να δράσουν έως και καταλυτικά στην εργασιακή του δεινότητα με αποτέλεσμα πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και κοινωνικό αποκλεισμό.
Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχουν μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες που να διευκρινίζουν το ακριβές ποσοστό του σακχαρώδη διαβήτη στην Ελλάδα. Μια καλά σχεδιασμένη μικρή μελέτη (Περσέας) διερεύνησε το ποσοστό των διαβητικών μεταξύ των κατοίκων της πανέμορφης Ελαφονήσου που βρίσκεται απέναντι από τη Νεάπολη της Λακωνίας. Το ποσοστό των διαγνωσμένων διαβητικών ήταν 7,7% με ένα ακόμα 4% να διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια της μελέτης, χωρίς τα άτομα αυτά να το γνωρίζουν από πριν, ανεβάζοντας έτσι το συνολικό ποσοστό στο 11,4% του γενικού πληθυσμού. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία το ποσοστό των διαβητικών στις απαιτητικές ηλικίες των 67-75 όπως και σε εκείνους άνω των 75 ετών ανέρχεται στο 23% και στο 26,5% αντίστοιχα, όπου επίσης πάνω από τους μισούς πάσχουν από υπέρταση και σχεδόν το 40% από δυσλιπιδαιμία.
Ο διαβήτης αποτελεί έναν σημαντικό αρνητικό παράγοντα στην αύξηση των δαπανών υγείας στους ασφαλιστικούς οργανισμούς παγκοσμίως λόγω της αύξησης των κρουσμάτων διαβήτη, της χρονιότητας του συνδρόμου, των πολλών προβλημάτων της υγείας με πιθανές νοσηλείες που συνεπάγεται, των ακριβών φαρμάκων και αναλωσίμων, των πρώιμων συνταξιοδοτήσεων και των κάθε φύσεως παροχών που συχνά μπορεί να απαιτηθούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του διαβήτη. Παράλληλα αυξημένο οικονομικό κόστος επιμερίζεται και στην οικογενειακή δαπάνη, επειδή λόγω της πολυφαρμακίας είναι αυξημένη και η συμμετοχή του στη μηνιαία φαρμακευτική δαπάνη. Αυξημένη όμως είναι και η δαπάνη για την προμήθεια “ακριβών” και ποιοτικών τροφίμων, όπως είναι τα ψάρια, το άπαχο κρέας, τα βιομηχανικά τρόφιμα χαμηλών λιπαρών καθώς και τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Για το λόγο αυτό θα πρέπει η πολιτεία να ελαχιστοποιεί την συμμετοχή των διαβητικών ασφαλισμένων στα φάρμακα και τα αναλώσιμα, να τους παρέχει αυξημένο αφορολόγητο εισόδημα και κοινωνικά βοηθήματα σε οικονομικά ευαίσθητους διαβητικούς.
Οι επιπλοκές του διαβήτη επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής και επιδεινώνουν τους δείκτες νοσηρότητας αλλά και θνητότητας. Η τύφλωση, οι ακρωτηριασμοί, η ανάγκη του τεχνητού νεφρού, οι μεταμοσχεύσεις νεφρών, οι βαριές καρδιοπάθειες, η σεξουαλική δυσλειτουργία και η νόσος του Alzheimer σχετίζονται με την χρόνια απορρύθμιση του διαβήτη.
Η επιβάρυνση της υγείας όμως των διαβητικών δεν σχετίζεται μόνο με την εμφάνιση των οξέων (υπογλυκαιμικά και υπεργλυκαιμικά επεισόδια) και των χρόνιων επιπλοκών της νόσου, αλλά και με την επιδείνωση των δεικτών της ψυχικής υγείας των διαβητικών. Η επιβολή της πειθαρχημένης διατροφής των διαφόρων απαγορευτικών μέτρων, όσο και το άγχος της πιθανής επέλευσης των επιπλοκών αποτελούν τους γενεσιουργούς παράγοντες. Αυτές οι διαταραχές του ψυχισμού οδηγούν συχνά σε κατάθλιψη, σε αγχώδη σύνδρομα, σε απόσυρση και πολλές φορές μπορεί να συμβάλλουν σε αρνήσεις αποδοχής του συνδρόμου με διακοπή της αντιδιαβητικής τους θεραπείας που οδηγούν σε απορρύθμιση τελικά του διαβήτη. Το κοινωνικό περιβάλλον πολύ συχνά “στοχοποιεί” τον διαβητικό με δύσκολες αλλά και πιθανόν υποτιμητικές ερωτήσεις που τις περισσότερες φορές υποδηλώνουν άγνοια για το τόσο συχνό σύνδρομο του διαβήτη, όσο και κεκαλυμμένη αντικοινωνική συμπεριφορά. Τέλος οι τυχόν συχνές υπογλυκαιμίες και ο ασταθής διαβήτης οδηγούν σε άγχος, θυμό, επιθετικότητα, φόβο, απώλεια αυτοπεποίθησης και μείωση της παραγωγικότητας.
Ψυχική φόρτιση μπορεί να μην εμφανίζει μόνο ο διαβητικός αλλά και οι συγγενείς του άμεσου οικογενειακού του περιβάλλοντος όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει με τους γονείς των διαβητικών παιδιών. Το γεγονός αυτό εκτός από τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει στην αντιμετώπιση του διαβήτη των παιδιών τους, μπορεί να ανατροφοδοτήσει την ψυχολογική τους επιβάρυνση και να δημιουργήσει ένα σύνδρομο ενοχών. Η ειδική μεταχείριση του διαβητικού παιδιού πιθανόν να πυροδοτήσει τη ζήλια μεταξύ των αδελφών, να τροποποιήσει την απόδοση στο σχολείο και τη συμμετοχή σε ομαδικά παιχνίδια.
Το εργασιακό περιβάλλον πολλές φορές δεν μπορεί να αποδεχθεί τον διαβητικό εργαζόμενο ως ίσο με τους συναδέλφους του, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε εργασιακούς αποκλεισμούς και διακρίσεις. Φυσικά και υπάρχουν επαγγέλματα που δεν συνιστώνται σε διαβητικούς, εφόσον μπορεί να οδηγήσουν σε απορρύθμιση του διαβητικού τους συνδρόμου, αλλά αυτά αποτελούν λίγες εξαιρέσεις. Για το λόγο αυτό συχνά ο διαβητικός αποκρύπτει το σύνδρομό του στο εργασιακό του περιβάλλον, πράγμα που δυνητικά μπορεί να αποβεί επικίνδυνο γιατί σε περίπτωση τυχόν υπογλυκαιμικού επεισοδίου δεν θα μπορεί να τον βοηθήσει κανένας λόγω άγνοιας.
Θα πρέπει λοιπόν να συνυπολογισθεί το κοινωνικό στίγμα που υπάρχει σήμερα για τα άτομα με διαβήτη που οδηγεί σε διακρίσεις και αποκλεισμούς. Βέβαια η αντιμετώπιση του διαβήτη οδηγεί σε σημαντική οικονομική επιβάρυνση του υγειονομικού συστήματος, που δεν πρέπει να ενοχοποιεί τους πάσχοντες γιατί μόνο η εφαρμογή μέτρων πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης είναι η αποτελεσματική λύση στο πρόβλημα.
Είναι αδήριτη λοιπόν ανάγκη όχι μόνο η ορθή εκπαίδευση του διαβητικού και του οικογενειακού του περιβάλλοντος, αλλά και η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης με την ενημέρωση του κοινού για να πάψει η μεροληψία και οι διακρίσεις εις βάρος των διαβητικών. Η ύπαρξη του διαβήτη δεν αποτελεί κοινωνικό στίγμα που θα οδηγεί σε αποκλεισμούς τα διαβητικά άτομα όπως συνέβαινε παλαιότερες εποχές για άλλα νοσήματα, γιατί απλά ο διαβήτης δεν είναι νόσημα. Νόσημα γίνεται όταν εμφανίζονται οι επιπλοκές του διαβήτη λόγω της χρόνιας κακής ρύθμισης του συνδρόμου. Επομένως μέσα από την κατάλληλη εκπαίδευση και πληροφόρηση η οικογένεια, οι φίλοι, το σχολείο, οι κοινωνικές δομές της πολιτείας και ο καθένας από εμάς θα πρέπει να στηρίζει την προσπάθειά των διαβητικών για τη βέλτιστη αντιμετώπιση του διαβήτη ώστε να επιτύχουν τη διατήρηση της πολύτιμής τους υγείας.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε, με τη βοήθεια προοπτικών μελετών, ότι η Ελλάδα το 2030 θα έχει την ευρωπαϊκή πρωτοκαθεδρία στα κρούσματα διαβήτη και για το λόγο αυτό πρέπει άμεσα πλέον να τεθεί ένα πλαίσιο δράσεων τόσο για την πρόληψη εμφάνισης νέων κρουσμάτων όσο και για την επιβράδυνση της εξέλιξης ή και την εξάλειψη των τόσο επιβαρυντικών για την υγεία χρόνιών του επιπλοκών.
Παναγιώτης Χαλβατσιώτης
Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας – Διαβήτη Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο “Αττικόν”